Στέφανος Μιχ. Μουρτζανός
Το ωρολογοποιείο - χρυσοχοείο της οικ. Μουρτζανού στην Αρκαδίου
«Σαν ξεπούλησε ο Πολίτης, παίζει αράδα κομπολόι
και τον Μουρτζανό κουρντίζει σαν ελβετικό ρολόι»
Γ. Καλομενόπουλος
Ο Στέφανος Μουρτσανάκις με καταγωγή απ’ τον Φουρφουρά Αμαρίου, σύμφωνα με τον Καζαμία του 1904, υπήρξε ωρολογοποιός της Α.Β.Υ. του Βασιλιά της Ελλάδος Πρίγκηπος Γεωργίου-Ύπατου Αρμοστή Κρήτης, με κατάστημα στην οδό Τσάρου 72 (σημερινή Αρκαδίου), κοντά στην Πόρτα της Άμμου. Ο Στέφανος Μουρτσανάκις ή Μουρτζανός αποκτάει τον γιο του, Μιχάλη, που συνεχίζει το επάγγελμα του πατέρα του. Τότε ήταν πολύ σημαντικό γεγονός για κάποιον Ρεθεμνιώτη να έχει στην κατοχή του ένα ρολόι. Το κατάστημα εμπορεύονταν «ωρολόγια» και αναλάμβανε την επισκευή τους. Ο Μιχάλης, που είχε λάβει την ειδικότητα του οπλουργού όταν υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία, γνωρίζει να χαράζει σχέδια στα κοντάκια των όπλων, εξελίσσεται σε σπουδαίο ωρολογοποιό της εποχής του. Παντρεύεται την Ελένη Μουρτζανού απ’ τις Μέλαμπες και το 1907 θ’ αποκτήσουν τον γιο τους, Στέφανο και ακόμη τρία παιδιά, τη Χρυσούλα Αγγελιδάκη, την Ξενούλα και τον Ευάγγελο Μουρτζανό (κουρέας στην Αρκαδίου). Η οικογένεια κατοίκησε στην οδό Κύπρου στην Καλλιθέα. Προπολεμικά κλείνει το κατάστημα στην Πόρτα της Άμμου και θ’ ανοίξει κατάστημα στον Πειραιά. Μάλιστα στο επαγγελματικό αυτό βήμα τον ακολουθεί και ολόκληρη η οικογένειά του, μετακομίζοντας στην Αθήνα. Μετά την κατάρρευση του αλβανικού μετώπου, η οικογένεια επιστρέφει στο Ρέθεμνος, αφήνοντας οριστικά το κατάστημα της πρωτεύουσας.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΜΙΧ. ΜΟΥΡΤΖΑΝΟΣ
Ο Στέφανος, που έλαβε την ειδικότητα του οπλουργού στο στρατό, υπηρέτησε και εκείνος στο Αλβανικό Μέτωπο ως οπλουργός. Έχει μάθει, σύμφωνα με τον εγγονό του, κ. Στέφανο Μιχ. Μουρτζανό, να χειρίζεται τα λεπτά εργαλεία της ειδικότητάς του, με αποτέλεσμα να είναι σε θέση να χρησιμοποιεί αργότερα και τα μικροσκοπικά εργαλεία της ωρολογοποιίας. Μάλιστα ο κ. Μουρτζανός αναφέρει πως: «ιστορικά οι πολύ καλοί ωρολογοποιοί ήταν πάντα και πολύ καλοί οπλουργοί. Οι οπλουργοί ασχολούνταν με το σκάλισμα των κοντακιών των όπλων (αρχικά των κυνηγετικών), γι’ αυτό και τους ήταν εύκολο να αναλάβουν και σκαλίσματα σε ρολόγια τσέπης και χειρός. Τέτοια χαράγματα ξεκίνησαν κυρίως στην Ελβετία και στη βόρεια Γερμανία (Κολωνία)».
Το 1934 έχει ήδη αγοραστεί απ’ τον πατέρα του, Μιχάλη, το κατάστημα στην συμβολή των οδών Τσουδερών και Αρκαδίου 162 και μεταφέρει εκεί η επιχείρηση. Στο ίδιο σημείο βρίσκεται μέχρι σήμερα το κοσμηματοπωλείο των Μουρτζανών. Επί Τουρκοκρατίας στη γωνία αυτή υπήρχε βρύση με δροσερό νερό, εκείνη του Αλή Ατζή. Το κατάστημα ήταν χωρισμένο στα δύο, εμπρός ήταν η έκθεση και πίσω το εργαστήριο αργυροχρυσοχοΐας και ωρολογοποιίας. Οι ρεθεμνιώτες συνήθιζαν να αγοράζουν ρολόγια, είτε επιτραπέζια (χρηστικά δηλ. ρολόγια - ξυπνητήρια), είτε επιτοίχια και εκκρεμή, είτε χειρός, είτε τσέπης. «Ήταν σημαντικό για ένα σπίτι να έχει ρολόι» σημειώνει ο Στέφανος Μιχ. Μουρτζανός, «ήταν χρηστικό αντικείμενο, αναγκαίο για να μπορεί το πρωί να πηγαίνει ο ρεθεμνιώτης στην ώρα του, στη δουλειά του». Τα ρολόγια προμηθεύεται από αντιπροσώπους των Αθηνών, που κατέβαιναν να δειγματίσουν τα τιμαλφή. Το εργαστήριο λειτουργεί μόνος του, ο Στέφανος. Επιδιόρθωνε τα ρολόγια, χάραζε στα καπάκια σχέδια και καθάριζε απ’ τις προσμίξεις το μέταλλο (απ’ το ασήμι ή το χαλκό που περιείχε). Ξεκίνησε να φτιάχνει κοσμήματα και κυρίως καδένες. Οι πελάτες έφερναν και παλιά κοσμήματα, να τα λιώσει ο χρυσοχόος στο καμίνι του, να τα επεξεργαστεί και να ετοιμάσει νέα κοσμήματα. Ο καθαρισμός, αργότερα γίνεται με κυάνιο και θειάφι, πράγμα που αναγκάζει τον Στέφανο να λιώνει στην αυλή του σπιτιού, στην οδό Κύπρου, τα μέταλλα για να αποφεύγει τις αναθυμιάσεις στο κατάστημα. Όλα τα είχε μάθει εμπειρικά, παρατηρώντας τον πατέρα του, Μιχάλη. Γνώριζε να φτιάχνει και ανταλλακτικά ρολογιών. Το να παραγγείλει κάποιο ανταλλακτικό απ’ το εξωτερικό ήταν απαγορευτικό, καθώς η αποστολή του μπορούσε να διαρκέσει μήνες.
Ο Στέφανος παντρεύεται την Ελευθερία Αποστολάκη απ’ την Αγία Γαλήνη το 1946. Ήταν βαθιά θρησκευόμενος άνθρωπος. Στο περιοδικό «Ενοριακή Παρουσία» διαβάζουμε πως εκτός από επίτροπος στον Ι. Μητροπολιτικό Ναό Ρεθύμνης υπήρξε και ένας απ’ τους «κουρδιστάδες» του ρολογιού του Καμπαναριού. Στα κατάστιχα του αρχείου του Καθεδρικού ναού υπάρχει καταγεγραμμένη η «µέριµνα» του εκάστοτε Εκκλ. Συμβουλίου για «το κούρδισµα του ωρολογίου της πόλεως». Εκεί αναφέρεται ο Στ. Μουρτζανός μαζί με τους Γεώργιο Λ. Ματθαιουδάκη, Ιωσ. Παναρετάκη, Ιω. Ντασιωνάκη, Εµµ. Γοβατζιδάκη, Λεων. Ματθαιουδάκη και Εµµ. Κυριανιτάκη.
Πολλοί γνωστοί ρεθεμνιώτες ψώνιζαν απ’ το κατάστημα του Στέφανου Μουρτζανού, καθώς και τα καταστήματα ήταν λιγοστά (Περπυράκης, Φουσταλιεράκης, Ματθαιουδάκης, Γαλάνης κ.ά.) και η φήμη του καταστήματος μεγάλη. Κατά παραγγελία οι ρεθεμνιώτες αγόραζαν σταυρούς για βαφτίσια, κοσμήματα για νύφες και σαρανταστέφανα. Ο Στέφανος υπήρξε εκπληκτικός τεχνίτης στην κατασκευή βερών και καδενών. Τις καδένες έφτιαχνε με το μέτρο, έκοβε όσο ήθελε ο πελάτης, προσάρμοζε το κούμπωμα και τις πουλούσε. Η Μαρία Τσιριμονάκη αναφέρει πως ο Στέφανος Μουρτζανός είχε και µια «αδυναµία»… δεν μπορούσε να ακούσει κανέναν να βήχει μες το κατάστημα, καθώς το θεωρούσε γρουσουζιά και πολλές φορές είχε βγάλει εκτός καταστήματος τον «βήχοντα»!
ΜΕ ΤΟΝ ΛΑΔΕΜΠΟΡΟ, Σ. ΟΡΦΑΝΟΥΔΑΚΗ
Η οικογένεια αποκτάει τρεις γιους, τον Μιχάλη (1947), τον Γιώργο (1949), εξαιρετικό τεχνίτη χρυσοχοΐας και κατασκευαστή καλουπιών για εργαστήρια στην Αθήνα και τον Βαγγέλη (1957), που σπουδάζει στην Εθνική Σχολή Ωρολογοποιίας Αθηνών. Μετά τον πόλεμο και στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ο Στέφανος Μουρτζανός συνεταιρίζεται με τον γνωστό λαδέμπορο της εποχής εκείνης, Σ. Ορφανουδάκη. Ο Ορφανουδάκης βάζει το κεφάλαιο και ο Στέφανος όλες του τις γνωριμίες, την τέχνη και την πελατεία του. Η συνεργασία αυτή με τον Ορφανουδάκη τερματίζεται το 1965, όταν οι επιχειρήσεις του Ορφανουδάκη «πέφτουν έξω». Το 1964 ο Στέφανος αποφασίζει να μην προσλάβει ξανά παραγιούς ως τεχνίτες στο εργαστήριό του. Σταματάει απ’ το σχολείο τον γιο του Μιχάλη και τον παίρνει κοντά του στο χρυσοχοείο, να μάθει την τέχνη. Στο εργαστήριο του Στέφανου μαθητεύουν κατά διαστήματα οι αδελφοί Πλατύρραχοι, ο Βρυσανάκης, ο Φουσταλιεράκης, ο Γαλάνης κ.ά. Το 1967 ο Μιχάλης μετακομίζει στην Αθήνα, στα εργαστήρια των Πλατύρραχων, για να λάβει γνώσεις και εμπειρία, μετά τη στρατιωτική θητεία του.
Το 1967 το μαγαζί ανακαινίζεται. Μετά την ανακαίνιση οι μεν βιτρίνες της Αρκαδίου διέθεταν κοσμήματα, οι δε της οδού Τσουδερών, αποκλειστικά ρολόγια. Κάθε βράδυ ήθελαν μια ώρα για να μαζέψουν τα κοσμήματα και να τα φυλάξουν στο χρηματοκιβώτιο και άλλη τόση ώρα το πρωί, να τα τοποθετήσουν ξανά στις προθήκες. Αυτό το χρηματοκιβώτιο προσπάθησαν ανεπιτυχώς οι Γερμανοί να παραβιάσουν. Στην ανακαίνιση κράτησαν τον παλιό πάγκο του Στέφανου Μουρτζανού. Στο χρυσοχοείο υπήρχαν καθρέπτες για να μπορούν οι πελάτες, να θαυμάζουν πάνω τους τα λαμπερά κοσμήματα. Οι πάγκοι είχαν προθήκες με γυαλί για να φαίνονται τα τιμαλφή. Υπήρχε δε και μια βιτρίνα με ασημένια σκεύη, ποτήρια, δίσκους, μαχαιροπίρουνα, διακοσμητικά, σετ τσαγιού, εκκλησιαστικά είδη κ.ά. Στο εργαστήριο έστησαν δύο πάγκους αργυροχρυσοχοΐας (για τον Μιχάλη και τον Γιώργο) και έναν για την επισκευή των ρολογιών στον οποίο δούλευε ο κ. Βαγγέλης Μουρτζανός. Στην βιτρίνα μπορούσε κανείς να δει μια μεγάλη διαφήμιση των ρολογιών «ΟΜΕGA». Ο μοναχογιός του Μιχάλη, Στέφανος Μουρτζανός, θυμάται με νοσταλγία επίσης, πως στους τοίχους του εργαστηρίου ο πατέρας του συνήθιζε να κρεμάει πολλά ημερολόγια και κάθε μέρα να διαγράφει την ημέρα που έφευγε… «Δεν κακοκάρδιζε όσους πουλούσαν ημερολόγια και είχαν μαζευτεί πάρα πολλά» λέει ο γιος του. Θυμάται επίσης, πως στις εκλογές του 1981, εμπιστεύονται οι ρεθεμνιώτες στον πατέρα του, τα «στοιχήματα» που έβαζαν, να τα φυλάξει στο χρηματοκιβώτιο του καταστήματος, ως τα αποτελέσματα της κάλπης. «Είχαν φτάσει να φέρουν 20 εκ. δρχ., τόση εμπιστοσύνη είχαν στον Μιχάλη!»
Οι ρεθεμνιώτες για τους γάμους επέλεγαν να αγοράζουν σταυρούς και όχι τόσο δαχτυλίδια με πολύτιμους λίθους. Το κατάστημα άνοιγε στις οκτώ το πρωί, έτοιμο να υποδεχτεί τους επαρχιώτες που κατέβαιναν με το λεωφορείο για τα ψώνια τους. Πολλές φορές περίμεναν απ’ έξω, τον Στέφανο. Όταν πήγαιναν να αγοράσουν για κάποια νύφη κοσμήματα τότε, δεν κατέβαινε μόνο το ζευγάρι, αλλά ολόκληρο το σόι στο κοσμηματοπωλείο, για να πουν τη γνώμη τους και να χαρούν με τη χαρά των νεόνυμφων. Το εργαστήριο δούλευε ταυτόχρονα με το εκθετήριο. Γνωστοί πελάτες του καταστήματος υπήρξαν ο Σήφης Βαρδινογιάννης και αργότερα ο γιος του, Γιάννης, οι οποίοι προμηθεύονταν σταυρούς για τα βαφτιστήρια τους. Μάλιστα εκτός απ’ τον σταυρό πρόσφεραν και μια ταυτότητα χρυσή στο νεοφώτιστο παιδί, που απεικόνιζε την Κρήτη.
Ο Στέφανος ήταν και στην πώληση και στο εργαστήριο. Λίγο μετά θα εργαστεί (1968) και ο δεύτερος γιος της οικογένειας στο κατάστημα, Γιώργος, που δεν απέκτησε οικογένεια. Ο Μιχάλης παντρεύεται την Δήμητρα Θ. Θωμά (1973), γόνο οικογένειας προσφύγων απ’ το Αϊβαλί της Μ. Ασίας. Ο Γιώργος με τον Μιχάλη συνεταιρίζονται ως το 1971, που ο Γιώργος εγκαταλείπει το Ρέθυμνο και μετακομίζει οριστικά στην Αθήνα. Τα καλοκαίρια επιστρέφει στο εργαστήριο του χρυσοχοείου του πατέρα του. Το 1984 ο Στέφανος φεύγει απ’ τη ζωή και το κατάστημα περνάει οριστικά στον Μιχάλη και τον μικρότερο αδελφό του, Βαγγέλη, που εργάζεται και εκείνος απ’ το 1981 στο κατάστημα.
ΤΑ ΣΑΡΑΝΤΑΣΤΕΦΑΝΑ
Η οικογένεια Μουρτζανού έφτιαχνε και συνεχίζει να κατασκευάζει τα περιβόητα σαρανταστέφανα, ένα φυλακτό δηλαδή, για τις γυναίκες που δεν μπορούν να τεκνοποιήσουν Απ’ την μια όψη απεικονίζεται ο προστάτης των εγκύων, Άγιος Στυλιανός με ένα βρέφος στην αγκαλιά του και στην άλλη, το σημείο το σταυρού. Η πελάτισσα έφερνε σαράντα μεταλλικά νομίσματα απ’ τα οποία ο χρυσοχόος έπαιρνε ρινίσματα, τα οποία έκανε πρόσμειξη με χρυσό ή ασήμι και δημιουργούσε το φυλαχτό. «Παλαιότερα οι γυναίκες έφερναν λίρες, αργότερα ασημένια νομίσματα ως την επταετία, σήμερα φέρνουν ευρώ. Αν τα νομίσματα έφταναν για να πληρωθεί ο χρυσοχόος, ήταν όλα εντάξει, εάν πάλι το ποσό ήταν λιγότερο, η ενδιαφερόμενη πελάτισσα έδιδε τη διαφορά». Ο κ. Στέφανος Μουρτζανός επισημαίνει πως ποτέ δεν έφτιαξε σαρανταστέφανο και να μην καταφέρει αργότερα να τεκνοποιήσει η κυρία που το αγόρασε. Μάλιστα ακόμα χρησιμοποιεί το καλούπι του παππού του με τον Άγιο Στυλιανό. Η διαδικασία κατασκευής του φυλαχτού είναι ιδιαίτερα δύσκολη καθώς συχνά σπάει το εκμαγείο.
Η εταιρεία παραμένει σ’ αυτή την μορφή μέχρι τον Μάρτιο του 1999, όπου ο εγγονός του Στέφανου Μουρτζανού και γιος του Μιχάλη, κ. Στέφανος Μουρτζανός μετά τις σπουδές του στην Αγγλία στην γεωλογία και γεμμολογία, εξαγοράζει το ποσοστό του θείου του, κ. Βαγγέλη Μουρτζανού και συνεχίζει στο κατάστημα, ως γεμμολόγος.
Το 2006 προσαρτάται στην πίσω πλευρά του καταστήματος ακόμη ένα μικρό γραφείο στην οδό Τσουδερών, που προηγουμένως λειτουργούσε ως κατάστημα λευκών ειδών. Το 2008 φεύγει ξαφνικά ο Μιχάλης Στ. Μουρτζανός απ’ τη ζωή. Το χρυσοχοείο που ίδρυσε η οικογένεια Μουρτζανού εξακολουθεί να λειτουργεί ως σήμερα, (μόνο η επωνυμία άλλαξε από Υιοί Στεφ. Μουρτζανού ΟΕ σε Στέφανος Μ. Μουρτζανός Μονοπρόσωπη ΕΠΕ, μετά την αποχώρηση του κ. Βαγγέλη το 1999) με άξιο συνεχιστή το γιο του Μιχάλη, Στέφανο. Στο κοσμηματοπωλείο «Μουρτζανός» συνεχίζει ο ρεθεμνιώτης πελάτης, που εμπιστεύονταν τον Στέφανο και τους γιους του στις αγορές του, να επιλέγει κοσμήματα για τις χαρές του και τις σημαντικές στιγμές της ζωής του. Το κόσμημα και το καλό ρολόι παραμένουν συνυφασμένα με την ποιότητα και την άψογη εξυπηρέτηση που προσέφερε και συνεχίζει να προσφέρει στον ρεθεμνιώτη πελάτη!